- πρωτοκολλώ
- (α) μετ.1) протоколировать; 2) регистрировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοκολλώ — πρωτοκολλώ, πρωτοκόλλησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρωτοκολλώ — άω, Ν καταχωρίζω έγγραφο σε πρωτόκολλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόκολλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πρωτοκολλώ — πρωτοκόλλησα, πρωτοκολλήθηκα, πρωτοκολλημένος, καταχωρίζω στο πρωτόκολλο έγγραφα που παίρνω ή που στέλνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοκόλληση — η, Ν [πρωτοκολλώ] η ενέργεια τού πρωτοκολλώ, η καταχώριση εγγράφου σε πρωτόκολλο … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
πρωτοκολλητής — ο, θηλ. πρωτοκολλήτρια, Ν υπάλληλος ασχολούμενος ειδικά με την πρωτοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek